γλωσσολαλία — η (AM γλωσσολαλία) το να μιλάει κανείς πολλές γλώσσες, η γλωσσομάθεια (αρχ. μσν.) το χάρισμα με θεϊκή επιφοίτηση να μιλά κανείς ξένες γλώσσες χωρίς να τίς έχει διδαχθεί … Dictionary of Greek
Glossolalia — is commonly called speaking in tongues . For other uses of speaking in tongues , see Speaking in Tongues (disambiguation).: Tongues redirects here. For the body part, see Tongue, for other uses, see Tongue (disambiguation). Glossolalia or… … Wikipedia
γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… … Dictionary of Greek
ξενογλωσσία — Παρακανονικό φαινόμενο ακαθόριστης ταξινόμησης που συνίσταται τις περισσότερες φορές στην ικανότητα μερικών ατόμων να εκφράζονται –σε κατάσταση ύπνωσης ή οπωσδήποτε μειωμένης συνείδησης– σε γλώσσες που δεν τις ξέρουν σε κατάσταση εγρήγορσης. Οι… … Dictionary of Greek
Говорение языками — рус. (народное) назв. глоссолалии (калька с греч. γλωσσολαλια от γλωσσα язык, слово и λαλεω лепетать), т. е. экстатич. произнесения каких то бессмысл. ( заумных ) текстов, к рые осмысляются как тексты на иных языках (ангельском, индийском и… … Российский гуманитарный энциклопедический словарь