γλωσσολαλία

γλωσσολαλία
η
1.η ιδιότητα των αποστόλων να μιλούν άγνωστες γλώσσες μετά την επιφοίτηση του Αγ. Πνεύματος.
2. η ευκολία που έχει κανείς να μιλάει πολλές γλώσσες.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • γλωσσολαλία — η (AM γλωσσολαλία) το να μιλάει κανείς πολλές γλώσσες, η γλωσσομάθεια (αρχ. μσν.) το χάρισμα με θεϊκή επιφοίτηση να μιλά κανείς ξένες γλώσσες χωρίς να τίς έχει διδαχθεί …   Dictionary of Greek

  • Glossolalia — is commonly called speaking in tongues . For other uses of speaking in tongues , see Speaking in Tongues (disambiguation).: Tongues redirects here. For the body part, see Tongue, for other uses, see Tongue (disambiguation). Glossolalia or… …   Wikipedia

  • γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… …   Dictionary of Greek

  • ξενογλωσσία — Παρακανονικό φαινόμενο ακαθόριστης ταξινόμησης που συνίσταται τις περισσότερες φορές στην ικανότητα μερικών ατόμων να εκφράζονται –σε κατάσταση ύπνωσης ή οπωσδήποτε μειωμένης συνείδησης– σε γλώσσες που δεν τις ξέρουν σε κατάσταση εγρήγορσης. Οι… …   Dictionary of Greek

  • Говорение языками — рус. (народное) назв. глоссолалии (калька с греч. γλωσσολαλια от γλωσσα язык, слово и λαλεω лепетать), т. е. экстатич. произнесения каких то бессмысл. ( заумных ) текстов, к рые осмысляются как тексты на иных языках (ангельском, индийском и… …   Российский гуманитарный энциклопедический словарь

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”